Русско-новогреческий словарь - часть
Перевод с русского языка часть на греческий
ж
1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο{ν}, τό κομμάτι{ον}, ἡ μερίδα {-ίς}:
~ вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· ~и тела τά μέρη τοῦ σώματος· ~и машины τά μέρη τής μηχανής· запасные ~и τά ἀνταλλακτικά· большая ~ τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая ~ τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная ~ τό ὁργανικό μέρος· ~и света οἱ πέντε ήπειροι· ~ публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех ~ях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная ~ (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата ~ями πληρωμή σέ δόσεις· по ~ям σέ δόσεις· рвать на ~и прям., перен κάνω κομμάτια·
2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:
санитарная ~ τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная ~ ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная ~ τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·
3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:
воинская ~ ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные ~и τά τμήματα πεζικοὔ· танковые ~и τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые ~и οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная ~ ὁ ὁπλισμός· ~и речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) ~и разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей ~и, большей ~ыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на ~и γίνομαι χίλια κομμάτια